κοκάλιασμα

κοκάλιασμα
το, -ατος
1. σκλήρυνση, κοκάλωμα.
2. ακαμψία των άκρων του ανθρώπινου σώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοκάλιασμα — και κοκκάλιασμα, το [κοκαλιάζω] 1. η σκλήρυνση, το να γίνει κάτι σκληρό σαν κόκαλο 2. ακαμψία …   Dictionary of Greek

  • κοκάλωμα — και κοκκάλωμα, το [κοκαλώνω] 1. κοκάλιασμα* 2. το να μένει κάποιος άναυδος, εκστατικός, εμβρόντητος …   Dictionary of Greek

  • κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα …   Dictionary of Greek

  • κρουστάλλιασμα — το, ατος πάγωμα, κοκάλιασμα από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”